- τρωγον(τ)όμορφα
- τα, Νζωολ. τάξη εξωτικών πτηνών τών τροπικών χωρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. trogoniformes < trogon- (< τρώγων, -οντος) + -iformes (< λατ. -i- + -formis < λατ. forma, -ae «μορφή»), πρβλ. -μορφα (ουδ. τού -μορφος < μορφή)].
Dictionary of Greek. 2013.